content top

Manga & Anime: Δημοφιλείς μορφές ψυχαγωγίας στην Ιαπωνία και τον υπόλοιπο κόσμο

Υπό Παναγιώτη Ευαγγελίδη , σκηνοθέτη, σεναριογράφου, συγγραφέα και μεταφραστή έργων Ιαπωνικής φιλολογίας

Manga ονομάζονται τα ιαπωνικά κόμικς. Τα manga αναπτύχθηκαν από την ανάμειξη ουκίγιο-ε και δυτικής τεχνοτροπίας ζωγραφικής, και έφτασαν στη σημερινή τους μορφή λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κάποια manga που παράγονται στην Ιαπωνία διασκευάζονται σε anime, όταν το εμπορικό ενδιαφέρον έχει ήδη διασφαλιστεί.

Συχνά, κάποια στοιχεία τροποποιούνται έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι ελκυστικό σε μεγαλύτερο κοινό ή για να ικανοποιεί διάφορους κανονισμούς. Τα πιο διάσημα manga είναι τα shōnen που απευθύνονται σε αγόρια εφηβικής ηλικίας με τα πιο πετυχημένα να είναι το Dragon Ball, το One Piece και το Naruto.

Σε κατά λέξη μετάφραση manga σημαίνει «τυχαίες (ή παράξενες) εικόνες». Η λέξη μπήκε σε κοινή χρήση μετά τη δημοσίευση του Hokusai Manga (Χοκουσάι manga)τον 19ο αιώνα. Αυτό περιείχε ταξινομημένα σχέδια του καλλιτέχνη Hokusai της τεχνοτροπίας ukiyo-e (Ουκίγιο-ε) Παρόλα αυτά, τα gi-ga (γκι-γκα) (κατά λέξη μετάφραση: «αστείες εικόνες») που ζωγραφίζονταν τον 12ο αιώνα από διάφορους καλλιτέχνες, περιέχουν πολλές ιδιότητες των manga όπως είναι η έμφαση στην ιστορία και οι απλές, καλλιτεχνικές γραμμές.

Τα manga αναπτύχθηκαν από την ανάμειξη ουκίγιο-ε και δυτικής τεχνοτροπίας ζωγραφικής. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν το εμπόριο με την Ιαπωνία, η τελευταία επεδίωκε να εκσυγχρονιστεί και να φτάσει τις υπόλοιπες χώρες. Για αυτό το λόγο, εισήγαγαν δυτικούς καλλιτέχνες να διδάξουν έννοιες όπως η γραμμή, η μορφή και το χρώμα στα οποία δε δίνονταν ιδιαίτερη σημασία στο ουκίγιο-ε (Εκεί, η ιδέα την οποία αντιπροσώπευε η εικόνα θεωρούνταν σημαντικότερη). Τα manga, όπως έγιναν γνωστά τον 20ο και 21ο αιώνα ξεκίνησαν λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν άρθηκε η απαγόρευση για ό,τι μη-προπαγανδιστικό και πολλοί εκδότες άρχισαν να εμφανίζονται.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ο όρος manga αναφερόταν στα κόμικς, παρόλο που στη Ιαπωνία αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει παιδικά κινούμενα σχέδια. Η αντίστοιχη αγγλική λέξη (κόμικ) είναι ο περισσότερο χρησιμοποιούμενος όρος. Δύσκολα μπορεί να θεωρηθούν ισοδύναμα με τα αμερικανικά κόμικς, αφού τα manga είναι πολύ σημαντικότερο μέρος της ιαπωνικής κουλτούρας από ότι τα κόμικς για την αμερικανική. Χαίρουν σεβασμού τόσο σαν τέχνη όσο και σαν μια μορφή λαϊκής λογοτεχνίας. Όπως και τα αμερικανικά κόμικς, έτσι και τα manga έχουν υποστεί κριτική τόσο για τα μεγάλα ποσά βίας όσο και για διάφορα σεξουαλικά θέματα που φιλοξενούν στις σελίδες τους. Από την άλλη μεριά, δεν έχει γίνει καμιά επίσημη προσπάθεια ούτε θέσπιση νόμου για να περιορίσει τη θεματολογία των manga (εξαίρεση: Απαγορεύεται η πώληση σε μεγάλο βαθμό απρεπούς υλικού). Αυτού του είδους η ελευθερία επέτρεψε στους δημιουργούς να φτιάξουν manga για κάθε ηλικία και για πάρα πολλά θέματα.

Μορφή

Τα περιοδικά manga έχουν συνήθως πολλές σειρές που εξελίσσονται παράλληλα. Σε κάθε τεύχος αφιερώνονται περίπου 20–40 σελίδες για κάθε σειρά. Τα περιοδικά αυτά συνήθως τυπώνονται σε χαμηλής ποιότητας χαρτί εφημερίδας και το μέγεθός τους εκτείνεται από 200 μέχρι και 850 σελίδες. Περιέχουν, ακόμη, μικρές αυτοτελείς ιστορίες και yonkoma (四コマ) (το αντίστοιχο του αγγλικού comic strip). Κάποιες σειρές μπορεί να συνεχίζονται για χρόνια αν είναι επιτυχημένες. Πολλές φορές οι δημιουργoί δημοσιεύουν αυτοτελείς ιστορίες με τις ιδέες που έχουν ώστε να γίνουν γνωστοί. Αν λάβουν καλές κριτικές τότε συνεχίζουν.

Όταν μια σειρά συνεχιστεί για αρκετό καιρό, τότε τα επεισόδια δημοσιεύονται πολλά μαζί σε έναν τόμο στο μέγεθος κανονικού βιβλίου που ονομάζεται tankōbon (τανκόουμπον). Αυτοί οι τόμοι έχουν καλύτερης ποιότητας χαρτί και αγοράζονται από όσους θέλουν να προφτάσουν την ιστορία στο περιοδικό ή βρίσκουν το κόστος των εβδομαδιαίων ή μηνιαίων περιοδικών απαγορευτικό. Τελευταία, εκδίδονται «πολυτελείς» εκδόσεις καθώς η ηλικία των αναγνωστών μεγαλώνει και η ανάγκη για κάτι ιδιαίτερο αυξάνεται. Τα παλιά manga επίσης επανεκδίδονται με ακόμη χαμηλότερης ποιότητας χαρτί και πωλούνται 100 yen το καθένα.

Τα manga κατηγοριοποιούνται κυρίως ανάλογα με την ηλικία και το φύλο του κοινού στο οποίο απευθύνονται. Πιο συγκεκριμένα, βιβλία και περιοδικά που απευθύνονται σε αγόρια (shōnen) και κορίτσια (shōjo) διακρίνονται από το εξώφυλλο και τοποθετούνται σε διαφορετικά ράφια στα περισσότερα βιβλιοπωλεία.

Στην Ιαπωνία υπάρχουν τα μανγκα κίσσατεν (manga kissaten), ένα είδος καφετέριας στις οποίες συγκεντρώνονται άτομα για να πιουν καφέ και να διαβάσουν manga.

Πολλά πράγματα στην Ιαπωνία εμφανίζονται στην ίδια μορφή με τα manga. Ένα από αυτά είναι οι αφίσες επικυρηγμένων εγκληματιών.

ASTRO BOY

Τα manga εκτός Ιαπωνίας

Πολλά manga έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες σε αρκετές χώρες όπως η Κορέα, η Κίνα, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Βραζιλία και φυσικά οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στην τελευταία, τα manga αποτελούν ακόμη μικρή βιομηχανία σε σύγκριση με την τεράστια διείσδυση που έχουν παρουσιάσει τα anime. Στην Ελλάδα μπορεί κανείς να τα προμηθευτεί είτε από ηλεκτρονικά καταστήματα είτε από τα λίγα βιβλιοπωλεία που τα εισάγουν.

Παραδοσιακά, τα manga γράφονται από τα δεξιά προς τα αριστερά και έτσι εκδίδονται στην Ιαπωνία. Μερικές φορές, όταν εκδίδονται σε χώρες όπου τα κόμικς κανονικά διαβάζονται από τα αριστερά προς τα δεξιά, η εικόνα αντιστρέφεται για να μη μπερδεύονται οι αναγνώστες. Όμως πολλοί δημιουργοί, (όπως ο Akira Toriyama, δημιουργός του Dragonball, δεν ενέκριναν την τροποποίηση των έργων τους με αυτόν τον τρόπο. Πλέον, εξ’ αιτίας της απαίτησης τόσο των δημιουργών όσο και των οπαδών, τα περισσότερα manga εκδίδονται χωρίς καμία τροποποίηση στην εικόνα.

Η δημοτικότητα των manga έχει οδηγήσει πολλές αμερικανικές εταιρίες να εκδίδουν δικά τους έργα, εμπνευσμένα από τα manga, στα οποία εφαρμόζονται οι ίδιες τεχνικές στο σχέδιο και στην ανάπτυξη της ιστορίας με τα ιαπωνικά manga. Το πρώτο τέτοιο έργο έγινε πραγματικότητα όταν το 1985 ο Ben Dunn (ιδρυτής της Antarctic Press) εξέδωσε το Mangazine και το Ninja High School.
Παρά το γεγονός ότι η εταιρία αυτή αναφέρεται σε τέτοια έργα με τον όρο «American Manga», δεν δημιουργούνται όλα από Αμερικανούς. Πολλοί καλλιτέχνες που δουλεύουν στην εταιρία Seven Seas Entertainment σε σειρές όπως το Last Hope και το Amazing Agent Luna είναι Φιλλιπινέζοι ενώ μια άλλη εταιρία, η TOKYOPOP, απασχολεί Κορεάτες και Ιάπωνες καλλιτέχνες για να δουλέψουν σε τίτλους όπως το Warcraft και το Princess Ai.

Τεχνοτροπία

Σε γενικές γραμμές, η τεχνοτροπία των manga είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμη. Συνήθως, δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στις γραμμές παρά στη μορφή. Η αφήγηση και η τοποθέτηση των καρέ διαφέρουν από τα δυτικά κόμικς. Τα καρέ διαβάζονται από τα δεξιά προς τα αριστερά. Ενώ το σχέδιο μπορεί να φαίνεται πολύ ρεαλιστικό ή πολύ «παιδικό», συχνά παρατηρείται ότι οι χαρακτήρες μοιάζουν «δυτικοποιημένοι» ή ότι έχουν μεγάλα μάτια. Το τελευταίο έχει γίνει μόνιμο χαρακτηριστικό των manga και των anime από τη δεκαετία του 1960 όταν ο Οσάμου Τεζούκα (δημιουργός του Astro Boy, θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης τέχνης των manga) άρχισε να τα σχεδιάζει με αυτόν τον τρόπο, μιμούμενος την τεχνοτροπία των αμερικανικών κινουμένων σχεδίων της Disney. Δεν ενστερνίζονται, όμως, όλοι οι δημιουργοί manga τις συμβάσεις σε anime. Τέτοια παραδείγματα είναι τα Akira, Sailor Moon, Dragon Ball και Ranma ½, που κατέστησαν δημοφιλή τα manga και στο δυτικό κόσμο.

Αρκετοί δημιουργοί manga πιστεύουν πως οι χαρακτήρες και οι ιστορίες τους δε χρειάζεται να είναι απόλυτα ορισμένοι με σαφήνεια. Έτσι, σε μια ιστορία μπορεί οι χαρακτήρες να αλληλεπιδρούν με διάφορους τρόπους, ενώ στην επόμενη ιστορία της ίδιας σειράς να μη γνωρίζονται καν.

Επιρροές

Τα manga έχουν επί πολλά χρόνια επηρεάσει την παγκόσμια σκηνή των κόμικς και των κινουμένων σχεδίων. Αμερικανοί δημιουργοί εναλλακτικών κόμικς, όπως ο Φρανκ Μίλλερ και ο Σκοτ ΜακΚλάουντ επηρεάστηκαν σε κάποιο βαθμό από manga σε μερικά από τα έργα τους.

Παρά το γεγονός ότι καλλιτέχνες όπως οι Brian Wood και Becky Cloonan με το Demo και ο Bryan Lee O’Malley με το Lost At Sea είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένοι από την κυρίαρχη (αγγλικό «mainstream») τεχνοτροπία των manga, το έργο τους έχει τύχει αναγνώρισης και εκτός των κύκλων των οπαδών manga και Anime. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουν και άλλες επιρροές ώστε το έργο τους να είναι πιο ευληπτο από όσους δε διαβάζουν Manga.Παρόλα αυτά, οι ρίζες τους βρίσκονται στην υποκουλτούρα των manga και των Anime.
Ο Αμερικανός καλλιτέχνης Paul Pope δούλευε στην Ιαπωνία για τον εκδοτικό οίκο Kodansha για την ανθολογία manga Afternoon. Πρωτού απολυθεί, είχε αναπτύξει διάφορες ιδέες τις οποίες τελικά εξέδωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον τίτλο Heavy Liquid. Το αποτέλεσμα ήταν το έργο του να έχει ισχυρές επιρροές από από τα manga, όχι όμως από την διεθνή υποκουλτούρα των otaku.

Στη Γαλλία υπάρχει το κίνημα «La nouvelle manga» που ξεκίνησε από τον Frédéric Boilet. Σκοπός του είναι να συνδιάσει τα «ώριμα» manga που καταπιάνονται με την καθημερινή ζωή και την τεχνοτροπία των Γαλλο-Βελγικών κόμικς. Το κίνημα περιλαμβάνει τόσο Ιάπωνες όσο και Γάλλους δημιουργούς.

Επιπλέον, υπάρχουν πολλοί ερασιτέχνες δημιουργοί οι οποίοι επηρεάζονται αποκλειστικά από την τεχνοτροπία των manga. Κάποιοι από αυτούς έχουν ιδιόκτητους εκδοτικούς οίκους και μερικά πονήματά τους (σε μορφή webcomics) χαίρουν μεγάλης δημοτικότητας. Αυτοί αναγνωρίζονται κυρίως μέσα στους κύκλους των οπαδών manga και Anime. Άνθρωποι που βρίσκονται εκτός αυτών των κύκλων υποστηρίζουν ότι αυτά τα έργα εστιάζουν υπερβολικά στην υποκουλτούρα των otaku και αδυνατούν να διηγηθούν ιστορίες που μπορούν να γίνουν αποδεκτές από ευρύτερο κοινό.

Αυτοσχεδιασμός

Μερικοί δημιουργοί manga φτιάχνουν επιπρόσθετο, μη-σχετικό με την υπόλοιπη σειρά, υλικό που λέγεται omake (σημαίνει επιπλέον). Μπορεί, επίσης, να δημοσιεύσουν ημιτελή σκίτσα που λέγονται oekaki.
Ανεπίσημα κόμικς φτιαγμένα από οπαδούς ονομάζονται dōjinshi (ντοουτζινσί) (同人誌). Μερικά συνεχίζουν την ιστορία από εκεί που την άφησε ο δημιουργός ενώ άλλα ξεκινούν μια εντελώς καινούρια ιστορία χρησιμοποιώντας τους πρωτότυπους χαρακτήρες (αντίστοιχο του αγγλικού fan fiction). Επιπρόσθετα, άλλα ντοουτζινσί εκδίδονται από ερασιτέχνες εκτός της κυρίαρχης (mainstream) αγοράς. Η Comiket, το μεγαλύτερο συνέδριο κόμικς που διοργανώνεται δύο φορές το χρόνο στο Τόκυο, συγκεντρώνει πάνω από 400 χιλιάδες ανθρώπους στις τρεις ημέρες που διαρκεί και είναι αφιερωμένο στα ντοουτζινσί.

Πολλά είδη εφαρμόζονται το ίδιο καλά στα anime (που συνήθως είναι διασκευές manga) και στα ιαπωνικά βιντεοπαιχνίδια (μερικά από τα οποία είναι επίσης διασκευές manga).

SAZAE-SAN

Η ιστορία του μάνγκα

Η ιστορία του μάνγκα θεωρείται πως έλκει την καταγωγή της από ρόλους και περγαμηνές τόσο παλιές όσο του 12ου αιώνα και υπάρχει η πίστη ότι είναι η βάση για το στυλ ανάγνωσης και γραφής από τα δεξιά προς τα αριστερά. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε κοινή χρήση στα τέλη του 18ου αιώνα. Το μάνγκα είναι ο ιαπωνικός όρος που μπορεί να μεταφραστεί σαν κόμικ.

Οι απόψεις των ιστορικών και συγγραφέων για την προέλευση του μάνγκα και το πώς αυτό διαμορφώθηκε σε αυτό που είναι σήμερα διαφέρουν ως προς την σχετική σημασία που αποδίδουν στο ρόλο των πολιτισμικών και ιστορικών γεγονότων που ακολούθησαν την 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ή απέναντι στον ρόλο της ιαπωνικής κουλτούρας και τέχνης πριν και επί της εποχής Μέιτζι.

Η μία άποψη αντιπροσωπεύεται από συγγραφείς όπως ο Φρέντερικ Σοντ, Κίνκο Ίτο, Άνταμ Κερν και υπογραμμίζει την συνέχεια της ιαπωνικής κουλτούρας και αισθητικών παραδόσεων, που συμπεριλαμβάνουν την κουλτούρα και την τέχνη πριν τον πόλεμο, κατά την περίοδο Μέιτζι και πριν από τον Μέιτζι. Η άλλη άποψη δίνει έμφαση σε γεγονότα που συνέβησαν κατά την διάρκεια και μετά την κατοχή της Ιαπωνίας από τις συμμαχικές δυνάμεις (1945-1952) και υπογραμμίζει ότι τα μάνγκα διαμορφώθηκε κατά μέγα μέρος από πολιτιστικές επηρροές μεταξύ των οποίων πολύ σημαντικά είναι τα αμερικάνικα κόμικ που έφεραν στην Ιαπωνία οι GI και επίσης εικόνες και θέματα παρμένα από την αμερικανική τηλεόραση, ταινίες και καρτούν, ειδιαίτερα του Ντίσνευ. Σύμφωνα με τον Σάρον Κινσέλλα, η έκρηξη της ιαπωνικής εκδοτικής βιομηχανίας βοήθησε να δημιουργηθεί μία καταναλωτική κοινωνία στην οποία εκδοτικοί κολοσσοί όπως η Κοντάνσα ήταν σε θέσει να διαμορφώνει τα γούστα του κοινού.

Πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο

Όπως είπαμε οι ειδικοί που ασχολούνται με το θέμα ισχυρίζονται πως το μάνγκα έχει την καταγωγή του σε ρόλους και περγαμηνές του 12ου και 13ου αιώνα. Στην διάρκεια της περιόδου Έντο (1603-1867) ένα άλλο βιβλίο με σχέδια, το “Τόμπα Έχον”, ενσωματώνει ήδη την έννοια του μάνγκα. Η λέξη πρωτοάρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως στα τέλη του 18ου αιώνα. με την δημοσίευση έργων όπως το εικονογραφημένο βιβλίο του Σαντό Κυόντεν, “Σίτζι νο γιουκίκαϊ” (1798) και τα πολύ διάδημα και επιτυχημένα βιβλία Χοκουσάι Μάνγκα (1814-1834) τα οποία περιείχαν συλλογές σχεδίων από τα τετράδια του διάσημου καλλιτέχνη του ουκιγιο-ε, Χοκουσάι, ο οποίος έζησε από το 1760 μέχρι το 1849. Ο Ρακουτέν Κιταζάουα όμως (1879-1955) είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε την λέξη μάνγκα με την σύγχρονη έννοια.

Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν την συνέχεια της Ιαπωνικής κουλτούρας και των αισθητικών παραδόσεων ως κεντρική στην ιστορία του μάνγκα. Ο Σοντ δίνει ως παράδειγμα την ύπαρξη, τον 13ο αιώνα, εικονογραφημένων ρόλων, όπως το “Τσότζου-τζίνμπουτσου-γκίγκα” που αφηγούνταν ιστορίες σε συνέχειες με χιούμορ και πνεύμα. Ο Σοντ επίσης επισημαίνει την συνέχεια της αισθητικού στυλ και οράματος ανάμεσα στο ουκιγιο-έ, τις ξυλοτυπίες σούνγκα και το σύγχρονο μάνγκα. Οι γνώμες διχάζονται για το αν το “Τσότζου-τζίνμπουτσου-γκίγκα” ή το “Σιγισαν-ένγκι” ήταν το πρώτο μάνγκα, και οι δύο ρόλοι είναι περίπου της ίδιας περιόδου. Άλλοι όμως μελετητές, όπως ο Ισάο Τακαχάτα, ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στο σύγχρονο μάνγκα και αυτούς τους ρόλους.

Ο Σοντ και ο Νας βλέπουνε επίσης ότι το “καμισιμπάι” παίζει ένα ιδιατέρως σημαντικό ρόλο, ένα είδος θεάτρου δρόμου όπου περιπλανώμενοι καλλιτέχνες έδειχναν ζωγραφιές σε ένα φωτεινό κουτί, καθώς αφηγούντο την ιστορία στο κοινό στον δρόμο. Ο Τόρανς έδειξε τις ομοιότητες ανάμεσα στο σύγχρονο μάνγκα και το είδος της λαϊκής νουβέλας ανάμεσα στο 1890 και τα 1940, και ισχυρίζεται ότι η ευρεία ανάπτυξη της ανάγνωσης και η εξάλειψη του αναλφαβητισμού στην περίοδο της Μέιτζι και μετά Μέιτζι Ιαπωνίας βοήθησε να δημιουργηθεί κοινό για ιστορίες που λέγονται μέσω λέξεων και εικόνων. Ο Κίνκο Ιτό επίσης θεωρεί ότι οι ρίζες του μάνγκα ιστορικά είναι η αισθητική συνέχεια της προ Μέιτζι τέχνης. Ο Ίτο περιγράφει πώς αυτή η παράδοση έχει υπόγεια δημιουργήσει είδη και αγορές, π.χ για κορίτσια, σότζο μάνγκα στα τέλη του 60 και τα ρέντισου κόμικ των Κυριών στην δεκαετία του 80. Ο Κερν ισχυρίζεται ότι τα “κιμπυόσι”, εικονογραφημένα βιβλία στο τέλος του 18ου αιώνα, μπορεί να είναι τα πρώτα βιβλία κόμικ στον κόσμο. Έχουν ως κοινό στοιχείο με το σημερινό μάνγκα τα χιουμοριστικά, σατιρικά και ρομαντικά θέματα.

Αν και ο Κερν δεν πιστεύει ότι τα “κιμπυόσι” είναι ένας άμεσος πρόδρομος των μάνγκα, γι αυτόν η ύπαρξη των κιμπυόσι δείχνει την Ιαπωνική τάση να αναμίξουν λέξεις και εικόνες δημιουργώντας ένα δημοφιλές μέσο αφήγησης ιστοριών. Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του όρου μάνγκα με την έννοια φανταστικών ή αυτοσχέδιων εικόνων έρχεται από αυτή την παράδοση του 1798, πολλές δεκαετίες πριν τα “Χοκουσάι μάνγκα”.

Ο Ινόουε, ένας άλλος μελετητής, βλέπει το μάνγκα σαν μία μίξη στοιχείων εικόνας και γλώσσας που αντανακλούν ιστορικές πραγματικότητες της Ιαπωνίας. Κατ αυτόν η εικονοκεντρική τέχνη της Ιαπωνίας σε τελική ανάλυση προέρχεται από την μακρά ιστορία της ιαπωνικής σύμπλευσης με την κινέζικη τέχνη, ενώ η λογοκεντρική τέχνη, όπως το μυθιστόρημα, ήταν αποτέλεσμα κοινωνικών και οικονομικών αναγκών κατά την περίοδο Μέιτζι και την εποχή του προπολεμικού ιαπωνικού εθνικισμού για ένα πληθυσμό που σε τελική ανάλυση συνδέει μία κοινή γραπτή γλώσσα. Και τα δύο στοιχεία αναμιγνύονται σε αυτό που ο Ινόουε αποκαλεί συμβίωση στο μάνγκα.

Οι ρίζες της εικονογραφικής παράδοσης των διάπλατα ανοιγμένων ματιών που συνήθως συνδέεται με το μάνγκα χρονολογείται από τις εικονογραφήσεις των περιοδικών “σότζο” του τέλους του 19ου και της αρχής του 20 αιώνα. Οι πιο σημαντικοί εικονογράφοι που συνδέονται με αυτό το στυλ εκείνη την εποχή ήταν ο Γιουμέτζι Τακέχισα και ιδιαίτερα ο Τζούνιτσι Νακαχάρα, που, επηρρεασμένις από την δουλειά του ως κουκλοποιός, πολύ συχνά ζωγράφισε γυναικείους χαρακτήρες με μεγάλα μάτια στις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτό είναι μια σημαντική επίδραση στο πρώιμο μάνγκα, ιδαιίτερα στο “σότζο μάνγκα”, και είναι εμφανής στην δουλειά σημαντικών καλλιτεχνών μάνγκα, όπως ο Μακότο Τακαχάσι και η Ριγιόκο Ικέντα.

Εν τούτοις άλλοι συγγραφείς, όπως ο Τακάσι Μουρακάμι έχουν υπογραμμίσει την επηρροή των γεγονότων μετά τον 2ο Π.Π.. και θεωρεί ότι η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας και οι ρίψεις ατομικών βομβών στην Χιρόσιμα και το Ναγκασάκι έχουν δημιουργήσει μόνιμες ουλές στην καλλιτεχνική ψυχή των Ιαπώνων, η οποία, κατ αυτόν, έχασε την προηγούμενη αρρενωπή της αυτοπεποίθηση και έψαξε παρηγοριά σε άκακες και χαριτωμένες (καουαί) εικόνες. Ο Τακαγιούμι Τατσούμι όμως αναγνωρίζει ένα ιδιαίτερο ρόλο στην παγκοσμιοποιημένη οικονομική και πολιτιστική ταυτότητα που δημιούργησε έναν μεταμοντέρνο κοινό και μια διεθνή νεανική κουλτούρα του καρτούν, τηλεόρασης, μουσικής και σχετικές λαϊκές τέχνες, που ήταν κατ αυτόν το χωνευτήρι μέσα στο οποίο αναπτύχτηκε το σύγχρονο μάνγκα.

Για τον Μουρακάμι και τον Τατσούμι, η παγκοσμιοποίηση, αναφέρεται ιδιαίτέρως στην ροή πολιτισμικού και υποπολιτισμικού subcultural υλικού απ το ένα έθνος στο άλλο. Κατά τον ορισμό τους ο όρος δεν αναφέρεται στην διεθνή επέκταση, ούτε στον διεθνή τουρισμό, ούτε στις διεθνείς προσωπικές διασυνοριακές φιλίες αλλά σε τρόπους που οι καλλιτεχνικές, αιθητικές και διανοούμενες παραδόσεις επηρρεάζουν η μία την άλλη πέραν εθνικών συνόρων. Ένα παράδειγμα πολιτισμικού δι-εθνισμού είναι η δημιουργία των φιλμ “Πόλεμοι των Άστρων”, στην Αμερική, ο μετασχηματισμός τους σε μάνγκα από ιάπωνες καλλιτέχνες και το μάρκετινγκ των μάνγκα “Πολέμων των Άστρων” στην Αμερική. Άλλο παράδειγμα είναι η μεταφορά της χιπ χοπ κουλτούρας από την Αμερική στην Ιαπωνία.

Έτσι αυτοί οι ειδικοί βλέπουν την ιστορία του μάνγκα να διατρέχεται από ιστορικές συνέχειες και ασυνέχειες ανάμεσα στο αισθητικό και πολιτισμικό παρελθόν καθώς αυτό συνομιλεί με τους μετά τον 2 Π.Π. νεωτερισμούς και την παγκοσμιοποίηση.

DORAEMON

Μετά τον 2ο Π.Π.

Μετά τον 2ο Π.Π. Και κατά την διάρκεια της κατοχής, 1945-1952, και των μετακατοχικών χρόνων μέχρι τις αρχές της δεκαετίας τους 60, οι ιάπωνες καλλιτέχνες δημιούργησαν το δικό τους στυλ, ενόσω μια προηγουμένως μιλιταριστική και υπερεθνικιστική Ιαπωνία ξανάχτιζε τις πολιτικές και οικονομικές της υποδομές. Μολονότι η πολιτική λογοκρισίας των συμμάχων κατά την Κατοχή απαγόρευε συγκεκριμένα την τέχνη και το γράψιμο που ηρωποιούσε τον πόλεμο και τον ιαπωνικό μιλιταρισμό, αυτές οι πολιτικές δεν εμπόδισαν την έκδοση άλλου είδους υλικών, συμπεριλαμβανομένου του μάνγκα. Επί πλέον το Ιαπωνικό Σύνταγμα του 1947 (άρθρο 21) απαγόρευσε κάθε μορφής λογοκρισίας. Ένα αποτέλεσμα αυτού ήταν η ανάπτυξη μεγάλης καλλιτεχνικής δημιουργικότητας αυτή την περίοδο. Σε πρώτη γραμμή είναι δύο σειρές μάνγκα και χαρακτήρες που επηρρέασαν αποφασιστικά την μελλοντκή του ιστορία. Είναι το Mighty Atom ή Άστρο μπόι για την Αμερική, του Όσαμου Τεζούκα που άρχισε το 1951, και το Σαζάε-σαν της Ματσίκο Χασεγκάουα που άρχισε το 1946.

Το “Άστρο μπόι” ήταν ταυτόχρονα ένα υπεφυσικό ρομπότ και ένα αθώο μικρό παιδάκι. Ο Τεζούκα ποτέ δεν εξήγησε γιατί ο Άστρο μπόι είχε τόσο ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση ούτε τι είδους ρομποτικός προγραμματισμός τον έκανε τόσο βαθιά δημοφιλή. Και τα δύο μοιάζουν εγγενή στον Άστρο μπόι, και αντιπροσωπεύουν μια ιαπωνική αρρενωπότητα που υπηρετεί την κοινότητα και την κοινωνία, πολύ διαφορετικά από την λατρεία του αυτοκράτορα και την μιλιταρισιτκή υπακοή που ενδυναμώθηκε στην διάρκεια του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού. Το Άστρο μπόι έγινε γρήγορα και παραμένει ακόμα τρομερά δημοφιλές στην Ιαπωνία αλλά και αλλού και είναι ο ήρωας ενός νέου κόσμου ειρήνης και απόρριψης του πολέμου, καθώς επίσης φαίνεται και στο άρθρο 9 του ιαπωνικού συντάγματος. Παρόμοια θέματα εμφανίζονται στον “Νέο Κόσμο” του Τεζούκα και στο ¨Μητρόπολις¨.

Αντίθετα η “Σαζάε –σαν”, σχεδιάστηκε αρχικά το 1946 από την Ματσίκο Χασεγκάουα, μια νεαρή καλλιτέχνιδα που έκανε την ηρωίδα της πρότυπο για εκατομύρια ιάπωνες και κυρίως γιαπωνέζες που είχαν γίνει άστεγοι μετά τον πόλεμο. Η Σάζάε-σαν έρχεται αντιμέτωπη με μία δύσκολη και περίπλοκη ζωή αλλά, όπως και ο Άστρο μπόι, είναι κι αυτή ιδιαιτέρως λαοφιλής και σε πολύ στενή σχέση με την άμεση και πιο πλατιά της οικογένεια. Επίσης κατέχει ένα πολύ δυνατό χαρακτήρα, σε πλήρη και θεαματική αντίθεση με τις καθαγιασμένες κοινωνικά Νεοκομφουκιανικές αρχές για την γυναικεία υπακοή στο ιδανικό, «καλή σύζυγος, σοφή μητέρα» (ryosai kenbo) που ήταν πρόταγμα του μιλιταριστικού καθεστώτος. Η Σαζάε-σαν αντιμετωπίζει τον κόσμο με μία χαρούμενη ευελιξία, αυτό που ο Χαγιάο Καουάι ονομάζει «μια γυναίκα με αντοχές». Η Σαζάε-σαν θα πουλήσει πάνω από 62 εκατομύρια κόπιες τον επόμενο μισό αιώνα.

Ο Τεζούκα και η Χασεγκάουα ήταν επίσης και οι δύο πρωτοπόροι στην δημιουργία νέου στυλ. Στην κινηματογραφική τεχνική του Τεζούκα τα σχέδια είναι σαν μια κινούμενη φιλμική εικόνα που αποκαλύπτει λεπτομέρειες της δράσης σαν σε αργή κίνηση καθώς και άλλες τεχνικές σκίτσου που μοιάζουν με γρήγορα ζουμ από απόσταση μέχρι πολύ κοντινά. Ο Τεζούκα συγχρόνισε την σειρά των εικονογραφήσεών του σε σχέση με την ταχύτητα που μπορεί να βλέπει το μάτι του αναγνώστη, έτσι ώστε να μοιάζει με κινηματογραφική ταινία. Οπότε η παραγωγή ενός μάνγκα είναι η ίδια μ αυτή μιας κινηματογραφικής ταινίας, το πρόσωπο που αποφασίζει την θέση των εικόνων (komawari) είναι ο δημιουργός ενώ τα πιο πολλά σκίτσα/σχέδια γίνονται από βοηθούς. Αυτό το είδος οπτικού δυναμισμού υιοθετήθηκε και από κατοπινούς καλλιτέχνες του μάνγκα. Η εστίαση της Χασεγκάουα πάνω στην καθημερινή ζωή και τις εμπειρίες των γυναικών αργότερα ήταν αυτό που χαρακτήρισε τα σότζο μάνγκα. Ανάμεσα στο 1950 και το 1969, στην Ιαπωνία αναδύθηκε ένα διαρκώς αυξανόμενο κοινό για μάνγκα μαζί με την αποκρυστάλλωση των δυο βασικών του εμπορικών ειδών, το μάνγκα σόνεν, που απευθύνεται σε αγόρια και το σότζο μάνγκα που απευθύνεται σε κορίτσια. Μέχρι το 1969, τα σότζο μάνγκα σχεδιάζονταν κυρίως από ενήλικες άντρες για νεαρές αναγνώστριες. Δύο από τα πιο δημοφιλή και με την μεγαλύτερη απήχηση μάνγκα που γράφτηκαν/σχεδιάστηκαν από άντρες για κορίτσια αυτή την περίοδο ήταν το Ribbon no kishi (Ιππότης σε κορδέλλες) 1953-1956 από τον Τεζούκα και το Mahotsukai Sarii (η μικρή μάγισσα Σάλυ) του Μιτσουτέρου Γιοκογιάμα το 1966. Το πρώτο είναι οι περιπέτιες της πριγκήπισσας Ζαφείρι, ενός φανταστικού βασιλείου, που έχει γεννηθεί ταυτόχρονα με αντρική και γυναικεία ψυχή και της οποίας οι μάχες με αντρικές τεχνικές σπαθιού και οι έρωτές της έφεραν σύγχυση στα όρια των κατά τα άλλα αμετακίνητων ρόλων φύλου. Η Σάλυ, η όχι ακόμα δέκα ετών ηρωίδα πριγκήπισσα του άλλου μάνγκα ήρθε από το σπίτι της σε μία μαγική χώρα για να ζήσει στην γη, να πάει στο σχολείο και να εκτελέσει μια σειρά από διάφορες καλές μαγικές πράξεις για τους φίλους και συμμαθητές της. Η ιστορία είναι επηρρεασμένη από το αμερικάνικο σίτκομ Bewitched, αλλά αντίθετα από την Σαμάνθα τον βασικό χαρακτήρα οτυ Bewitched που είναι μια παντρεμμένη γυναίκα με μια κόρη, η Σάλυ είναι ένα κοριτσάκι που αντιμετωπίζει ταπ ροβλήματα της ανάπτυξης και της υπευθυνότητας της επερχόμενης ενηλικότητας. Το Μαχοτσουκάι Σάριι βοήθησε να δημιουργηθεί το τώρα πολύ δημοφιλές maho shojo ή μαγικό κορίτσι, υποκατηγορία των μάνγκα. Και οι δύο σειρές ήταν και είναι ακόμα πολύ δημοφιλείς.

Το σότζο μάνγκα

Το 1969 μια ομάδα γυναικών καλλιτεχνών μάνγκα που ονομάστηκαν Year 24 group, επίσης γνωστές και ως οι Υπέροχες 24, έκαναν το ντεμπούτο τους στο μάνγκα (το έτος 24 έρχεται από το ιαπωνικό όνομα για το έτος 1949, όταν πολλές από αυτές τις γυναίκες είχαν γεννηθεί. Η ομάδα περιείχε ονόματα όπως η Χάγκιο Μότο, η Ικέντα Ριγιόκο, η Όσιμα Γιουμίκο, Η Κέικο Τακεμίγια και η Γιαμαγκίσι Ρυόκο και σηματοδότησε την πρώτη μεγάλη είσοδο γυναικών στην σκηνή του μάνγκα. Έκτοτε το σότζο μάνγκα σχεδιάζεται κυρίως από γυναίκες και απευθύνεται σε ένα κοινό κοριτσιών και γυναικών.

Το 1971 η Ικέντα ξεκίνησε το τρομερά δημοφιλές σότζο μάνγκα “Το Ρόδο των Βερσαλλιών”, μια ιστορία του Όσκαρ Φρανσουά ντε Ζαρβάιγ, μια γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα που ήταν ο αρχηγός της φρουράς του παλατιού της Μαρίας Αντουανέτας στην προεπαναστατική Γαλλία. Στο τέλος ο Όσκαρ πεθαίνει σαν επαναστάτης οδηγώντας μια διμοιρία των στρατευμάτων της ενάντια στην Βαστίλλη. Και η δουλειά της Μότο Χάγκιο όμως έθετε σε αμφισβήτηση τα όρια του ρόλου και των δραστηριοτήτων της γυναίκας που έθετε ο Νεοκομφουκιανισμός, με το «Ήταν 11» του 1975, ένα σότζο μάνγκα επιστημονικής φαντασίας για μια γυναίκα δόκιμο σε μια διαστημική μελλοντική ακαδημία.

Αυτές οι γυναίκες καλλιτέχνιδες έφεραν με την σειρά τους σημαντικούς τεχνικούς νεωτερισμούς. Εστιάζοντας στις εσωτερικές εμπειρίες και τα συναισθήματα της ηρωίδας, τα μάνγκα σότζο είναι «ποιήματα σε εικόνες”, με λεπτά και σύνθετα σχέδια που συχνά εξαλείφουν εντελώς τα όρια των εικόνων και δημιουργούν προεκτάσεις και μη αφηγηματικά μονοπάτια χρόνου. Όλοι αυτοί οι νεωτερισμοί, αυτοί οι δυνατοί και ανεξάρτητοι γυναικείοι χαρακτήρες, η έντονη συναισθηματικότητα και το σύνθετο σχέδιο, παραμένουν χαρακτηριστικά του σότζο μάνγκα μέχρι σήμερα.

DRAGON BALL

Τα σότζο μάνγκα και τα γυναικεία κόμικ από το 1975 μέχρι σήμερα

Στις επακόλουθες δεκαετίες το σότζο μάνγκα συνέχισε να εξελίσσεται στυλιστικά ενώ ανέπτυσσε και νέες υποκατηγορίες μάνγκα που συχνά τέμνονται. Οι πιο σημαντικές ασχολούνται με τον έρωτα, τις υπέρ ηρωίδες και έτσι δημιουργούνται τα Κόμικ για Κυρίες, “ρέντισου”, από την λέξη ladies, στα ιαπωνικά, τα ρεντικόμι και τα τζόσει, των οποίων τα όρια είναι συχνά δυσδιάκριτα το ένα από το άλλο καθώς και από τα σόνεν μάνγκα.

Στα σύγχρονα σότζο μάνγκα ο έρωτας και η αγάπη είναι ένα κυρίαρχο θέμα μέσα aπό ιστορίες αυτοπραγμάτωσης. Ο ιάπωνας κριτικός του μάνγκα/άνιμε Έρι Ιζάουα ορίζει τον έρωτα ως σύμβολο του «συγκινησιακού, του μεγάλου, του επικού, του ηρωικού, της φανταστικής περιπέτειεας και της μελαγχολίας. Ο παθιασμένος έρωτας, ο προσωπικός αγώνας και ο αιώνιος πόθος/νόστος» βαλμένα μέσα σε παθιασμένα αφηγηματικά πλαίσια. Αυτά τα ρομάντζα είναι συχνά μεγάλες αφηγήσεις που ασχολούνται με την διάκριση πραγματικής και ψεύτικης αγάπης, με την σεξουαλική πράξη, και την ενηλικίωση μέσα σε έναν αμφίρροπο κόσμο. Αυτά τα θέματα ενηλικίωσης ή Bildungsroman συμβαίνουν και στα σότζο και στα σόνεν μάνγκα.

Στο Bildungsroman ο πρωταγωνιστής είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει δυσκολίες και συγκρούσεις ώστε να επιτύχει τον σκοπό του, και τα παραδείγματα στα σότζο μάνγκα είναι πολύ κοινά. Συμπεριλαμβάνουν το Peach Girl του Ουέντα Μίουα, το Άρης της Σόρυο Φουγιούμι και για πιο ενήλικες αναγνώστες το Ευτυχισμένη Μαρία της Μογιόκο Άννο, το Αλήτες σαν κι εμάς της Γιαγιό Ογκάουα και το Νανά της Άι Γιαζάουα. Σε ένα άλλο σότζο μάνγκα η νεαρή ηρωίδα μεταφέρεται σε ένα άγνωστο χώρο ή χρόνο όπου συναντάει άγνωστους και πρεπει να επιβιώσει με τις δικές της δυνάμεις.

Με τις υπέρ ηρωίδες το σότζο μάνγκα συνέχισε να αποσχίζεται από τα νεοκομφουκιανιστικά κρατούντα σχετικά με την γυναικεία υπακοή και υποταγή. “Το Φεγγάρι της χαριτωμένης ναυτικού”, της Ναόκο Τακεούτσι είναι ένα μάνγκα αφήγηση 18 τόμων για μία ομάδα νεαρών ηρωίδων που είναι ταυτόχρονα ηρωικές και εσωστρεφείς, δραστήριες και συναισθηματικές, φιλόδοξες και σωστές στα καθήκοντά τους. Ο συνδυασμός αποδείχθηκε τρομερά επιτυχημένος σε μάνγκα και άνιμε.

Η υποκατηγορία της σούπερ ηρωίδας ανάπτυξε την έννοια των ομάδων κοριτσιών που ενεργούν συλλογικά sentai. Μέχρι και σήμερα το πρότυπο της αφήγησης υπερ-ηρωίδων έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί και γίνει αντικέιμενο παρωδίας μέσα στην παράδοση του σότζο μάνγκα. Απ τα μισά της δεκαετίας του 80 και μετά, καθώς τα κορίτσια που διάβαζαν μάνγκα σαν τηνέητζερς μεγάλωσαν , ωρίμασαν και άρχισαν να εργάζονται, το σότζο μάνγκα δημιούργησε υποκατηγορίες που απευθύνονταν σε γυναίκες στα 20 ή τα 30 τους. Αυτές οι υποκατηγορίες μάνγκα για Κυρίες ή ρέντισου-τζόσεϊ ασχολούνται με θέματα νεαρών γυναικών. Δουλειά, συναισθήματα, σεξουαλικές σχέσεις, φιλίες ή έρωτες ανάμεσα σε γυναίκες. Τα μάνγκα ρέντισου κρατάνε πολλές από της αφηγηματικές και στυλιστικές τεχνικές του σότζο μάνγκα αλλά γράφονται και σχεδιάζονται από ενήλικες γυναίκες. Το μάνγκα και η τέχνη ρέντισου είναι συχνά σεξουαλικά σαφής και άμεση, και το περιεχόμενο έχει σχέση με αφηγήσεις ηδονής και ερωτικής διέγερσης συνδυασμένης με συγκινησιακά ρίσκα.

Παραδείγματα περιλαμβάνουν τα “Λαμπερά Κορίτσια” της Ρυο Ραμίγια, το “Κινπέϊμπάϊ” της Ουατανάμπε Μασάκο και η δουλειά της Ουτσίντα Σουνγκίκου. Άλλη μία υποκατηγορία του σότζο-ρέντισου μάνγκα πραγματεύεται τις συναισθηματικές και σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε γυναίκες (akogare και yuri) όπως βλέπουμε σε έργα της Έρικα Σακουραζάουα, της Γιαμάτζι Έμπινε και της Σάιτο Τσίχο. Άλλες υποκατηγορίες έχουν επίσης αναπτυχθεί όπως π.χ. μάνγκα μόδας oshare, όπως το “Φιλί του Παραδείσου” της Άι Γιαζάουα, και το μάνγκα τρόμου βρυκολάκων και γκότικ όπως το “Ο βρυκόλαξ Ιππότης” της Ματσουρι Χίνο, η “Σάγκα του Κάιν” της Γιούκι Καόρι και το “Κούκλα” του Μιχάρα Μιτσουκάζου που αλληλοεπιδρούν με διάφορους τρόπους με την μόδα του δρόμου, τα κοστούμια εποχής cosplay, την J-Pop μουσική και υποκουλτούρες γκοθικ. Μέχρι την αρχή του 20ου αιώνα τα μάνγκα για γυναίκες και κορίτσια αντιπροσωπεύουν έτσι ένα ευρύ φάσμα από υλικό για εφήβους μέχρι ενήλικες γυναίκες.

Σόνεν, σέινεν και σέιτζιν μάνγκα

Τα μάνγκα για άρρενες αναγνώστες μπορεί να κατηγοριοποιηθούν με διάφορους τρόπους. Ένας είναι με βάση την ηλικία. Αγόρια μέχρι 18 ετών = σόνεν μάνγκα, και νέοι από 18 μέχρι 30 = σέινεν μάνγκα. Μια άλλη προσέγγιση είναι με βάση το περιεχόμενο, συμπεριλαμβανομένων των μάνγκα δράσης-περιπέτειεας με αρσενικούς ήρωες, σλάπστικ χιούμορ, θέματα τρόμου, και συχνά ανοιχτό σεξ. Οι ιάπωνες χρησιμοποιούν διαφορετικά ιδεογράμματα για δύο πολύ κοντινές έννοιες το σέινεν για νέους άντρες και το σέιτζιν για τους ενήλικες άντρες, το δέυτερο είναι το ανοιχτά προνογραφικό μάνγκα που απευθύνεται σε ενήλικες. Αυτά τα τρια είδη μάνγκα μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία.

Τα αγόρια και οι νέοι άντρες ήταν ανάμεσα στους πρώτους αναγνώστες μάνγκα μετά τον 2ο Π.Π. Από της δεκαετία του 50 τα σόνεν μάνγκα εστίασαν σε θέματα που υποτίθεται ενδιέφεραν το αρχετυπικό Αγόρι: θέματα επιστημονικής φαντασίας, όπως ρομπότ και διαστημικά ταξίδια, καθώς και ηρωικές περιπέτειες δράσης. Τα πρώτα σόνεν και σέινεν μάνγκα συχνά μιλούσαν για τις προκλήσεις στις ικανότητες του πρωταγωνιστή, για θυσίες στον βωμό του καθήκοντος, για τίμια υπηρεσία στην κοινωνία, κοινότητα, οικογένεια και φίλους.

Μάνγκα με μοναχικούς υπερήρωες όπως ο Σούπερμαν, ο Μπάτμαν και ο Σπάιντερμαν δεν έγιναν ποτέ δημοφιλή σαν κατηγορία του σόνεν. Εξαίρεση αποτελεί το “Μπάτμαν, το παιδί των ονείρων” της Κία Ασαμίγια. Εν τούτοις μοναχικοί αντιήρωες συναντιούνται στο “Γκόλγκο 13” του Σάιτο Τακάο και το “Μοναχικός λύκος και λυκάκι” των Κόικε και Κότζιμα, για έναν δολοφόνο που προσφέρει τα ταλέντα του στην υπηρεσία της παγκόσμιας ειρήνης και άλλων κοινωνικών ιδεωδών. Και ο Ογκάμι Ιτό, ο μαχητής με το σπαθί, ήρωας του Μοναχικός Λύκος και λυκάκι, είναι ένας χήρος που φροντίζει τον γιο του Ντάιγκορο ενώ αναζητάει εκδίκηση ενάντια στους δολοφόνους της γυναίκας του. Εν τούτοις ο Γκόλγκο και ο Ίτο παραμένουν άντρες μέχρι τέλους και κανείς απ τους δύο δεν επιδεικνύει υπερφυσικές δυνάμεις. Αντίθετα αυτές οι ιστορίες «ταξιδεύουν στις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων”, παραμένοντας στο πλαίσιο της ανθρώπινης ψυχολογίας και κινήτρων.

Πολλά από τα σόνεν μάνγκα έχουν θέματα επιστημονικής φαντασίας και τεχνολογίας. Παραδείγματα το Άστρο μπόι που αναφέραμε πριν και το “Ντορεαμόν” της Φουτζίκο Φουτζίο, για μία γάτα ρομπότ και το αγόρι που ζει μαζί της, απευθυνόμενο σε μικρά αγόρια. Το θέμα του ρομπότ εξελίχτηκε πολύ από το “Τετσουτζίν 28-γκο” του Μιτσουτέρου Γιοκογιάμα, το 1956, σε πιο σύνθετες ιστορίες όπου ο πρωταγωνιστής όχι μόνο πρέπει να νικήσει εχθρούς αλλά και να μάθει να κυριαρχεί στον εαυτό του και να συνεργαστεί με τα mecha που ελέγχει. Έτσι στο “Neon Genesis Evangelion” του Γιοσιγιούκι Σανταμότο, ο Σίντζι αγωνίζεται ενάντια στον εχθρό και ενάντια στον πατέρα του, και στο “Vision of Escaflowne” του Κάτσου Άκι, ο Βαν όχι μόνον κάνει πόλεμο ενάντια στην αυτοκρατορία του Ντόρνκιρκ αλλά πρέπει και να αντιμετωπίσει τα σύνθετα αισθήματά του για την Χιτόμι, την ηρωίδα.

Θέματα σπορ είναι επίσης πολύ δημοφιλή στα μάνγκα για άντρες αναγνώστες. Αυτές οι ιστορίες υπογραμμίζουν την αυτοπειθαρχία απεικονίζοντας όχι μόνο τον ενθουσιασμό των ανταγωνιστικών σπόρ αλλά επίσης και τον αγώνα του ήρωα να υπερνικήσει τα εσωτερικά του όρια και αναστολές και να θριαμβεύσει.

Άλλη πηγή έμπνευσης είναι τα υπερφυσικά σκηνικά για σόνεν μάνγκα δράσης και περιπέτειας αλλά και για κάποια σότζο στα οποία ο ήρωας πρέπει να αντιμετωπίσει προκλήσεις. Ενίοτε ο πρωταγωνιστής αποτυγχάνει όπως στο “Νεκρώσιμη αναγγελία” των Τσουγκούμι Όμπα και του Τεκέσι Όμπάτα, όπου ο πρωταγωνιστής Λάιτ Γιαγκάμι λαμβάνει ένα τετράδιο από ένα Θεό Θανάτου sinigami που θανατώνει όποιου το όνομα είναι γραμμένο στο σημειωματάριο, και σε ένα παράδειγμα σότζο μάνγκα Ο Δαίμονας Ορορόν του Χακάσε Μιζούκι, του οποίου ο πρωταγωνιστής εγκαταλείπει την δαιμονική του συγγένεια με την Κόλαση για να ζήσει και να πεθάνει στην γη. Μερικές φορές ο πρωταγωνιστής ο ίδιος είναι υπερφυσικός όπως στο Hellsing του Κότα Χιράνο, του οποίου ο βρυκόλακας ήρωας Αλουκάρντ πολεμάει τον ξαναγεννημένο ναζί Χελμπεντ, που θέλει να κατακτήσει την Αγγλία, αλλά ο ήρωας μπορεί και να είναι ή να υπήρξε άνθρωπος, που πολεμάει μια ατέλειωτη σειρά υπερφυσικών εχθρών.

Επειδή σύγχρονες ιστορίες στρατιωτικών περιπετειών, ο 2ος παγκόσμιος, για παράδειγμα, ήταν πάντα κάτω από την σκιά της υποψίας ότι ηρωικοποιούσαν την Αυτοκρατορική ιστορία της Ιαπωνίας δεν έγιναν ποτέ σημαντικό μέρος του ρεπερτορίου του σόνεν μάνγκα. Εν τούτοις μάνγκα για φανταστικές στρατιωτικές ιστορίες του απώτερου παρελθόντος δεν είχαν στιγματιστεί και τα μάνγκα για ηρωικούς ιστορικούς πολεμιστές ή καλλιτέχνες των πολεμικών τεχνών ήταν και είναι πάντα πολύ δημοφιλείς. Μερικά είναι σοβαρά δράματα όπως “Ο θρύλος του Καμούι” του Σάνπεϊ Σιράτο και το “Ρουνοούνι Κένσιν” του Νομπούχιρο ΟΥατσούκι, ενώ άλλα περιέχουν δυνατά χιουμοριστικά στοιχεία όπως ο “Χορός του Δράκου” του Ακίρα Τοριγιάμα. Αν και υπάρχουν ιστορίες για σύγχρονους πολέμους και τα όπλα τους, εστιάζουν κυρίως στα ψυχολογικά και ηθικά προβλήματα του πολέμου σαν να ήταν κατά τα άλλα απλές περιπέτειες δράσης. Ο πόλεμος δηλαδή είναι το πρόσχημα, το ντεκόρ της ιστορίας, παρά κάτι το οποίο σχολιάζεται καθ εαυτό. Για παράδειγμα το Who Fighter του Τακιζάουα Σέιχο μια ιστορία βασισμένη στην “Καρδιά του Σκοταδιού” του Τζόζεφ Κόνραντ για έναν ιάπωνα στρατηγό, τοποθετημένη στην Μπούρμα του 2ου Π.Π. , το “Η Σιωπηλή Υπηρεσία” του Καουαγκούτσι Κάιτζι, για ένα πυρηνικό ιαπωνικό υποβρύχιο, και το Apocalypse Meow του Κομπαγιάσι Μοτοφούνι για τον πόλεμο του Βιετνάμ αφηγημένο από ζώα. Άλλα μάνγκα που προσανατολίζονται σε ιστoρίες μάχης και πάλης συχνά εστιάζουν σε δολοφονικέ ή κατασκοπικές συνομωσίες και συνδυάζουν περιπέτειαμ, δράση και χιούμορ.

Για τους κριτικούς μάνγκα Αιχάρα Κότζι και Τακέκουμα Κινεταρο αυτές οι ιστορίες μάχης επαναλαμβάνουν εσαεί τα ίδια ανόητα θέματα βίας, και ειρωνικά τα ονομάζουν Σις κεμπάμπ Σόνεν μάνγκα, όπου δηλαδή μία μάχη διαδέχεται την άλλη σαν κομμάτια κρέας σε σουβλάκι. Άλλοι σχολιαστές διατείνονται ότι οι σκηνές μαχών και βίας στα κόμικ χρησιμεύουν σαν μια εκτόνωση κάποιων ορμών που αλλιώς θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνες. Τα σόνεν μάνγκα και οι ακραίες μάχες και πόλεμοί τους έχουν γίνει αντικείμενο παρωδιών, για παράδειγμα η τρελλή κωμωδία “Ο Βάτραχος λοχαγός” του Γιοσιζάκι Μίνε για μια διμοιρία τεμπέληδων βατράχων από το υπερπέραν που εισβάλλουν στην γη και καταλήγουν να να ζούνε τζάμπα με την οικογένεια Χινάτα στο Τόκυο.

GINGA TETSUDO

Το σεξ και οι ρόλοι της γυναίκας στα μάνγκα για άντρες

Στα πρώτα σόνεν μάνγκα οι άντρες και τα αγόρια έπαιζαν όλους τους βασικούς ρόλους, με τις γυναίκες και τα κορίτσια να έχουν μόνο βοηθητικούς ρόλους, ως αδελφές, μητέρες και ίσως καμμιά φορά ερωμένες, Από τα 9 σάιμποργκ στο “Σάιμποργκ009” του Ισινομόρι Σόταρο του 1964, μόνο ένα είναι θηλυκό, και σύντομα εξαφανίζεται από την πλοκή. Κάποια πιο πρόσφατα σόνεν μάνγκα κυριολεκτικά παραλείπουν τις γυναίκες, όπως για παράδειγμα η ιστορία πολεμικών τεχνών “Μπάκι, ο πυγμάχος”, του Κέισουκε Ιταγκάκι και η υπερφυσική φαντασία “Αμμώδης γη” του Τοριγιάμα Άκιρα. Εν τούτοις από την δεκαετία του 80 γυναίκες και κορίτσια άρχισαν να παίζουν έναν όλο και σημαντικότερο ρόλο στα σόνεν μάνγκα, για παράδειγμα στο “Δόκτορ Σλαμπ” του Τιριγιάμα το 1980, του οποίου ο βασικός χαρακτήρας είναι το παντοδύναμο και ζαβολιάρικο κορίτσι ρομπότ Αράλε Νοριμάκι.

Τα πράγματα έχουν εξελιχτεί πολύ από την εποχή της Αράλε όμως. Ένας ρόλος γυναικείος είναι και αυτός του χαριτωμένου κοριτσιού bisholo. Μερικές φορές η γυναίκα είναι άπιαστη, αλλά γενικά είναι ένα αντικείμενο του συναισθηματικού και σεξουαλικού ενδιαφέροντος του ήρωα, όπως η Μπελλντάντυ από το “Ω!, Θεά μου!” του Κόσουκε Φουτζισίμα, και η Σάο-λιν από το “Φύλακας άγγελος Γκέττεν” του Μινέμε Σακιουράνο. Σε άλλες ιστορίες ο ήρωας περιστοιχίζεται από γυναίκες και κορίτσια, όπως στο “Νέγκιμα” του Κεν Ακαμάτσου και στο «Χανάουκυο, ομάδα κοριτσιών» του Μιρισίγκε. Ο άντρας πρωταγωνιστής δεν πετυχαίνει πάντα να αποκτήσει μια σχέση με την γυναίκα, για παράδειγμα όταν ο Μπράιτ Χόντα και η Άιμι Κομόρι αποτυγχάνουν να σμίξουν στο “Η γυναίκα Σκιά”, του Κάτσουρα Μασακάρου. Σε άλλες περιπτώσεις έχουμε απεικόνιση ή υπαινιγμό σεξουαλικών σχέσεων σε ένα επιτυχημένο ζευγάρι, όπως οι “Ξένοι” του Τζότζι Μανάμπε. Άλλες ιστορίες δείχνουν έναν αρχικά αφελή ήρωα να μαθαίνει στην συνέχεια πώς να σχετίζεται και να ζει αισθηματικά και σεξουαλικά με τις γυναίκες, όπως ο Γιότα στο “Αγάπη για ένα βίντεο κορίτσι”, του Κάτσουρα Μασακάζου.

Στα ερωτικά μάνγκα που συχνά ονομάζονται “χένταϊ μάνγκα” μια σεξουαλική σχέση θεωρείται φυσική και απεικονίζεται ανοιχτά, όπως στην δουλειά του Γιούι Τόσικι και του Τζίρο Τσίμπα ή το Slut Girl του Ισουτόσι. Έχουμε τελικά απεικονείσεις διαφόρων ειδών αγοριών και αντρών από αθώους μέχρι σεξουαλικά ενεργούς και έμπειρους.

Ένα άλλο είδος κοριτσιών ή γυναικών στα μάνγκα για άντρες είναι οι ένοπλες γυναίκες πολεμιστές sento bishojo. Μερικές από αυτές είναι πολεμικά σάιμποργκ, όπως η Αλίτα από το Αλίτα, “Ο άγγελος της μάχης” του Κίσιρο Γιουκίτο και άλλα. Άλλες είναι άνθρωποι όπως η Αττίμ Μ-Ζακ από το Seraphic Feather, του Ουατατάνε Ηιρογιούκι και άλλα πολλά.

Το 2013 παραμένουν ακόμα εν ισχύ οι εθνικοί νόμοι για την λογοκρισία καθώς και τοπικοί κανονισμοί και η ανταπόκριση του κοινού σε έκδοση μάνγκα με σεξουαλικό περιεχόμενο ή απεικονιση γυμνού παραμένει ανάμικτη. Αυτές οι σειρές έχουν μεγάλο κοινό και πουλάνε πολύ αλλά η έκδοσή τους συναντάει αντιδράσεις. Στην αρχή των 90 η αντίθεση κατέληξε στην δημιουργία των καταλόγων των “Επιβλαβών μάνγκα” και μια στροφή στην εκδοτική βιομηχανία. Μέχρι τότε μεγάλοι εκδότες είχαν δημιουργήσει μια γενική ζήτηση για μάνγκα αλλά σαν συνέπεια έπρεπε να δίνουν λόγο/’ηταν υπόλογοι στην κοινή γνώμη των αγοραστών τους. Αντιμέτωποι με την κριτική κάποιων κομματιών του πληθυσμού και υπό την πίεση από άλλες ομάδες της βιομηχανίας οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι σταμάτησαν τις σειρές μάνγκα όπως “Άγγελος” και “1+2=Παράδεισος”, ενώ μικρότεροι εκδοτικοί οίκοι όχι τόσο υπόλογοι σε τέτοιες πιέσεις στάθηκαν ικανοί να καλύψουν το κενό.

Με την χαλάρωση της λογοκρισίας στην Ιαπωνία μετά τις αρχές του 90 διάφορες μορφές ανοιχτών σεξουαλικών απεικονίσεων εμφανίστηκαν στα μάνγκα που απευθύνονται σε αρσενικό κοινό. Αυτές οι απεικονίσεις εκτείνονται από μερικό ή ολικό γυμνό μέσα από σκηνές σεξ, σαδομαζοχισμού, αιμομιξίας, βιασμού και ενίοτε ζωοφιλίας. Σε μερικές περιπτώσεις, ο βιασμός και οι σεξουαλικές δολοφονίες ήρθαν στο προσκήνιο όπως στο “Ουροτσουκιντότζι” του Μαέντα Τοσίο και στο “Γαλάζιος Καταλύτης” του Ταουιγκούτσι Κεν του 1994, αλλά αυτές είναι ακραίες περιπτώσεις και όχι κάτι το σύνηθες είτε στα μεταφρασμένα είτε στα μη μεταφρασμένα μάνγκα.

Γκέκιγκα

Η έννοια της λέξης γκέκιγκα είναι «δράμα σε εικόνες» και αναφέρεται σε μία μορφή αισθητικού ρεαλισμού στα μάνγκα. Το στυλ της γκεκιγκα αφήγησης τείνει να είναι συγκινησιακά σκοτεινό, να απευθύνεται σε ενήλικες μόνο, ενίοτε βαθιά βίαιο, εστιάζοντας στις καθημερινές ρουτίνες της ζωής και συχνά σχεδιασμένο με τρόπο τραχύ.

Το γκεκιγκα αναδύθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 50 και στην διάρκεια των 60 μερικώς από σπουδαστικό αριστερό και πολιτικό εργατικό ακτιβισμό και μερικώς από ένα αισθητικό ανικανοποίητο νεαρών μάνγκα καλλιτεχνών όπως ο Τατσούμι Γιοσίχιρο. Άλλα παραδείγματα είναι το Ninja Bugeicho, 1959-1962, του Σιράτο Σάνπεϊ, η ιστορία του Καγκεμάρου, αρχηγού μιας αγροτικής εξέγερσης του 16ου αιώνα, που θέμα του έχει καθαρά την καταπίεση και την πάλη των τάξεων και το Satsuma Gishiden του Χιράτα Χιρόσι, γύρω από τις εξεγέρσεις ενάντια στους σόγκουν Τοκουγκάουα.

Καθώς η κοινωνική διαμαρτυρία εκείνων των χρόνων ξεθώριασε το γκέκιγκα στράφηκε σε κοινωνικά δράματα, κοινωνική συνειδητοποίηση και πιο πρωτοπορειακά θέματα. Παραδείγματα είναι ο “Μοναχικός Λύκος και το λυκάκι” και το “Άκιρα” των Κόικε και Κότζιμα, μια αποκαλυτική ιστορία για συμμορίες μοτοσυκλετιστών, πόλεμους δρόμου και ανεξήγητες μεταμορφώσεις των παιδιών σε ένα μελλοντικό Τόκυο. Άλλο παράδειγμα είναι το μάνγκα “MW” του Όσαμου Τεζούκα του 1976, μια πικρή ιστορία της επόμενης μέρας μια επίτηδες διαρροής θανατηφόρων αερίων από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις σε μία βάση στην Οκινάουα τον 2ο Π.Π. Το γκέκιγκα και η κοινωνική συνείδηση που επαγγέλλεται παραμένει ζωντανό στο σύγχρονο μάνγκα. Παράδειγμα είναι το “Ikebukuro West Gate Park,” του 2001, των Ισίντα Ίρα και Σένα Αρίτου, μια ιστορία βίας τους δρόμους, βιασμών και εκδίκησης τοποθετημένη στο κοινωνικό περιθώριο της πλούσιας περιοχής του Τόκυο, Ικεμπούκουρο.

Εκδόσεις και προβολή

Στην Ιαπωνία το μάνγκα αντιπροσωπεύει ένα ετήσιο τζίρο 40.6 δισεκατομυρίων γιεν (γύρω στα 340 εκατομύρια ευρώ) στην εκδοτική βιομηχανία το έτος 2007. Το 2006 οι πωλήσεις των βιβλίων μάνγκα ήταν το 27% των συνολικών πωλήσεων βιβλίων και η πώληση των περιοδικών μάνγκα το 20% όλων των πωλήσεων περιοδικών. Η βιομηχανία μάνγακ έχει εξαπλωθεί παγκόσμια και οι ετειρίες διανομής δίνουν άδεια για ανατύπωση των μάνγκα σε κάθε εθνική γλώσσα.

Οι έμποροι του μάνγκα αρχικά κατηγοριοποιούν το μάνγκα ανάλογα με την ηλικία και το φύλο του στοχούμενου κοινού. Ειδικά βιβλία και περιοδικά για αγόρια και κορίτσια σόνεν και σότζο έχουν ιδιαίτερα εξώφυλλα και οι βιβλιοπώλες τα βάζουν σε ξεχωριστά ράφια. `Η Ιαπωνία έχει μάνγκα καφέ/κισσατεν όπου οι άνθρωποι πίνουν καφέ, διαβάζουν μάνγκα και ενίοτε μένουν και κοιμούνται εκεί το βράδυ. Επίσης υπάρχει η παράδοση του γιομιτάτσι όπου διαβάζουν ορθιοι στα βιβλιοπωλεία.

Δεν έχουμε χρόνο στα πλαίσια αυτής της ομιλίας να μιλήσουμε περισσότερο για την βοιμηχανία των περιοδικών, των συλλογικών τόμων, του μάνγκα στο ίντερνετ, σε άλλες χώρες, το ψηφιακό μάνγκα, η αγορά στηνΑμερική, Ευρώπη, Ασία.

HEIDI

ΑΝΙΜΕ

Ο όρος anime, ελληνική απόδοση: άνιμε -στα λατινικά σημαίνει «ψυχή»- χρησιμοποιείται από το δυτικό κόσμο για να χαρακτηρίσει τα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια.[1] Η λέξη αποτελεί συντόμευση της αγγλικής λέξης animation. Στην Ιαπωνία, ως anime και animation χαρακτηρίζονται όλα τα κινούμενα σχέδια, ανεξάρτητα από την χώρα προέλευσής τους. Ωστόσο, εκτός Ιαπωνίας έχει καθιερωθεί να χαρακτηρίζονται ως anime μόνο τα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια.

Τα anime έχουν αρκετές διαφορές και κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τα κάνουν να ξεχωρίζουν τα κινούμενα σχέδια της Δύσης. Ένα από αυτά είναι το γεγονός ότι τα amine αναφέρονται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και όχι μόνο σε παιδιά μικρής ηλικίας. Οι ομάδες αυτές είναι: anime για παιδιά (kodomo), για νεαρά αγόρια και κορίτσια (shōnen και shōujo),[6][7] και για ενήλικες άντρες και γυναίκες (seinen και josei).

Τα anime είναι σχεδιασμένα στο χέρι. Αποτελούνται από σωστούς μηχανισμούς αφήγησης σε συνδυασμό με εικονογραφημένη τέχνη, characterization, κινηματογραφία, και άλλες μορφές τεχνικών.[9] Η παραγωγή των anime εστιάζει λιγότερο στο animation των κινήσεων και περισσότερο στον ρεαλισμό των υποβάθρων, όπως επίσης και στη χρήση των εφέ της κάμερας (panning, ζουμάρισμα και γωνίες λήψης).

Οι χαρακτήρες των anime, συνήθως, έχουν συγκεκριμένα εξωτερικά γνωρίσματα στον σχεδιασμό τους, και για την έκφρασή της χρησιμοποιούνται ορισμένες τεχνικές. Οι χαρακτήρες συνήθως έχουν αρκετά μεγάλα μάτια,[10] κάτι που βοηθά στην έκφραση των συναισθημάτων.[11] Ωστόσο, οι εκφράσεις των ηρώων πολλές φορές δεν είναι ρεαλιστικές, αφού το πρόσωπο και άλλα χαρακτηριστικά του μεγεθύνονται υπερφυσικά, ανάλογα με την ένταση του συναισθήματος.[12] Επίσης, οι τοποθεσίες που παρουσιάζονται συνήθως είναι πολύ λεπτομερείς σε σχεδιασμό, και συχνά είναι εμπνευσμένες από πραγματικά μέρη. Η πιο παλιά εμπορική ανιμέισον πάει πίσω στο 1917 και έκτοτε η βιομηχανία αναπτύσσεται συνεχώς.

Το χαρακτηριστικό στυλ άνιμε αναδύθηκε στην δεκαετία του 60 με τις δουλειές του Όσαμου Τεζούκα και διαδόθηκε διεθνώς καθώς ο 20ος αιώνας προχωρούσε, δημιουργώντας ένα ευρύ εγχώριο και διεθνές κοινό. Το άνιμε διανέμεται παντού, μέσω κινηματογραφικών αιθουσών, εκπομπών τηλεόρασης, μέσων δικτύωσης και ίντερνετ. Έχει όλο και πιο μεγάλα ακροατήρια.

Υπάρχει άνιμε σε όλες τις χώρες του κόσμου αλλά για λόγους ευκολίας πολλοί μελετητές της δύσης, θεωρούν το άνιμε σαν ένα προιόν της ιαπωνικής βιομηχανίας. Μερικοί μελετητές θεωρούν ότι το φαινόμενο είναι ένα νέο είδος Οριενταλισμού.

Η βιομηχανία των anime αποτελείται από 430 στούντιο παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων εταιρειών, όπως οι Studio Ghibli, Gainax, και Toei Animation. Παρόλο που αυ΄το αποτελεί μόνο μικρό μέρος της όλης κινηματογραφικής βιομηχανίας στην Ιαπωνία το άνιμε έχει ρεκόρ πωλήσεων σε dvd. Έχει επίσης γνωρίσει διεθνή επιτυχία μετά την άνοδο των άνιμε που έιναι ντουμπλαρισμένα στα αγγλικά. Αυτή η άνοδος σε παγκόσμια δημοφιλία έχει ως αποτέλεσμα πολλές μη ιαπωνικές παραγωγές που χρησιμοποιούν το καλλιτεχνικό στυλ του άνιμε. Τώρα εάν αυτά τα έργα είναι καθαρό άνιμε ή απλά κινούμενα σχέδια επηρρεασμένα απ το άνιμε είναι ένα θέμα διαφωνιών ανάμεσα στους φαν του είδους.

ONE PIECE

10 ANIME του διάσημου Hayao Miyazaki